ευλός

ευλός
εὐλός, ὁ (Α)
αυλάκι, οχετός, κανάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλ. μτγν. τ. τών αύλαξ, ευλάκα, «αυλάκι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευλοειδής — εὐλοειδής, ές (Μ) αυλακώδης, αυλακοειδής, οχετοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευλός «αυλάκι» + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • ευλοκοπούμαι — εὐλοκοποῡμαι, έομαι (Α) τρώγομαι από σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευλός + κοπούμαι τού κοπώ < κοπος < κόπτω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”